- συνιδιάζω
- Α [ἰδιάζω]γραμμ. α) δίνω την ίδια σημασία σε κάτι («πρόθεσις συνιδιάζουσα τὸ ἐπιθετικὸν τῷ κυρίῳ ὀνόματι», Απολλ. Δύσκ.)β) χρησιμοποιούμαι ειδικά μαζί με κάτι άλλο («... τῶν ἄλλων πτώσεων, ἐπεὶ τὰ ταύταις συνιδιάσαντα ἄρθρα ἐκαλεῑτο», Απολλ. Δύσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.